- εγκυκλοπαιδικές
- η , ό[ν] 1.1) общеобразовательный; 2) энциклопедический;
εγκυκλοπαιδικέςό λεξικό — энциклопедический cловарь;
2. (ο ) см, εγκυκλοπαιδιστής
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκυκλοπαιδικέςό λεξικό — энциклопедический cловарь;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
στράβων — Αρχαίος Έλληνας γεωγράφος και ιστορικός (Αμάσεια του Πόντου γύρω στα 63 π.Χ. – μετά το 21 μ.Χ.). Ακούραστος ταξιδευτής, επισκέφτηκε σχεδόν όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Έπειτα από ένα έργο που δεν σώθηκε (Ιστορικά υπομνήματα, σε 4 βιβλία) όπου… … Dictionary of Greek
Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα … Dictionary of Greek
Ρακέτι, Σωτήριος-Μαρία Γκουέρα — (Rachetti, 1831). Ιταλός πολιτικός πρόσφυγας που είχε καταφύγει στα Επτάνησα. Ο Ρ. ήταν καρμπονάρος, γι’ αυτό και διώχτηκε από τον βασιλιά Φερδινάνδο της Νεάπολης. Στα Επτάνησα ζούσε αρχικά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα νομικών στη Ζάκυνθο,… … Dictionary of Greek
Φρανς, Ανατόλ — (France, Παρίσι 1844 – 1924). Ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Ιάκωβου Ανατόλιου Τιμπό. Ο νεαρός Φ. πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο βιβλιοπωλείο του πατέρα του, βυθισμένος στην ανάγνωση αναρίθμητων τόμων. Τα κλασικά γράμματα, οι καλές τέχνες, οι… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκυκλοπαίδεια, τη γενική μόρφωση: Εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. 2. που έχει γενική μόρφωση, ο μη ειδικός επιστήμονας. 3. (για συγγράμματα), που περιέχει γενικές γνώσεις από όλες τις επιστήμες και τέχνες:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)